διαφοιτώ

διαφοιτώ
διαφοιτῶ (-άω) (Α)
1. περιπλανώμαι, περιφέρομαι
2. (ιδ. για σκυλιά σε ιχνηλασία) βαδίζω μπρος και πίσω
3. (για φήμη) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι
4. (με αιτ.) επισκέπτομαι συχνά («διαφοιτῶντες τὸ ζεῡγμα», Φιλοστρ. Εικόνες)
5. διαπερνώ («ψυχὴ διαπεφοιτηκυῑα [ενν. σώματος]», Πλωτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαφοίταισα — ζαφοίταισα, ἡ (Α) θηλ. τής μτχ. ενεργ. ενεστ. τού διαφοιτῶ* (αιολ. τ. ζαφοιτῶ) αντί διαφοιτῶσα («πολλὰ δὲ ζαφοίταισ », Σαπφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”