- διαφοιτώ
- διαφοιτῶ (-άω) (Α)1. περιπλανώμαι, περιφέρομαι2. (ιδ. για σκυλιά σε ιχνηλασία) βαδίζω μπρος και πίσω3. (για φήμη) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι4. (με αιτ.) επισκέπτομαι συχνά («διαφοιτῶντες τὸ ζεῡγμα», Φιλοστρ. Εικόνες)5. διαπερνώ («ψυχὴ διαπεφοιτηκυῑα [ενν. σώματος]», Πλωτ.).
Dictionary of Greek. 2013.